- σιπολίνης
- και παλ. γρφ. σιπολλίνης, ο, Ν(πετρογρ.) μεταμορφωμένο ασβεστολιθικό πέτρωμα που αποτελεί ποικιλία μαρμάρου πλούσιου σε φυλλόμορφα πυριτικά ορυκτά, ιδίως μαρμαρυγία και χλωρίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cipolin(o) < ιταλ. cipollino, υποκορ. τού cipolla < λατ. cepa «κρεμμύδι»].
Dictionary of Greek. 2013.